Σπανιόλα για πάντα... Οι Απόκριες που δεν τελείωναν ποτέ


Ήμουν έξι χρονών όταν η μοίρα – ή μάλλον η μαμά – αποφάσισε πως οι Απόκριες της παιδικής μου ζωής είχαν για μένα ένα και μόνο πεπρωμένο, να ντύνομαι Σπανιόλα.

Η αποκριάτικη στολή της Σπανιόλας ήταν κορυφαία επιλογή τη δεκαετία του '70. Μακριά σατέν φούστα με αμέτρητα βολάν, κορσάζ με φουσκωτά μανίκια, δαντέλες που ξεχείλιζαν από κάθε άκρη και μια κόκκινη ανθοδέσμη καρφιτσωμένη στο μαλλί.

Τι κι αν εγώ ήμουν ξανθια; Στις Απόκριες και οι ξανθές μπορούσαν να χορέψουν το δικό τους φλαμένκο! Αυτά τα χρόνια, αν δεν ήσουν Σπανιόλα, ήσουν “Πιερότος”, "Αμαζόνα" ή "Βασίλισσα της Νύχτας". Άλλες επιλογές δεν υπήρχαν.

Η στολή στοίχιζε ακριβά. Μια τέτοια πολυτέλεια δεν άντεχε το πορτοφόλι της οικογένειας. Όμως η μαμά μου ήξερε να ράβει. Και όχι απλώς να ράβει… αλλά και να αντιγράφει. Πέρασε πολλές ώρες στις βιτρίνες της Αθήνας, σχεδιάζοντας σε ένα κομμάτι χαρτί κάθε λεπτομέρεια από τις φανταχτερές στολές που έβλεπε. Μετά πήρε ύφασμα σατέν “ακριβό σατέν, παρακαλώ, όχι φόδρες των ετοιματζίδικων” και ξεκίνησε το μεγαλεπήβολο έργο.

Το σατέν γλιστρούσε, η δαντέλα έμπλεκε στα δάχτυλά της, οι πρόβες δεν είχαν τελειωμό. «Πολλά τα βολάν, βλέπεις», έλεγε. Και σαν να μην έφτανε αυτό, έπρεπε να στέκομαι ακίνητη μες στη βαρεμάρα μου, καθώς η μαμά πάλευε να ευθυγραμμίσει πάνω μουτα καταραμένα βολάν.

Οι Απόκριες το 1974 έπεφταν μέσα στον Φλεβάρη. Στις 22 Φεβρουαρίου θα φορούσα τη στολή για να πάω στο σχολείο. Ντυνόμασταν τότε μασκαράδες την Παρασκευή πριν την Καθαρά Δευτέρα και πηγαίναμε στο σχολείο για να διασκεδάσουμε. Και η στολή κυρίως για αυτόν τον λόγο φτιαχνόταν, για αυτήν την ημέρα.

Η μεγάλη στιγμή πλησίαζε. Όμως το κρύο ήταν αδυσώπητο κι έτσι η μαμά είχε βρει τη λύση... χοντρό πουλόβερ μέσα από τη στολή! Δεν ξέρω αν έχετε φορέσει ποτέ σατέν με πουλόβερ. Είναι σαν να έχεις ντυθεί κρεμμύδι με τάσεις λιποθυμίας.

Τελικά, μετά από αμέτρητες πρόβες και ιδρώτες, η στολή ολοκληρώθηκε. Κρεμάστηκε με τιμές στο σαλόνι, περιμένοντας τη μεγάλη μέρα. Την παραμονή δεν κοιμήθηκα από την αγωνία. Τι θα πουν οι συμμαθητές μου; Θα αρέσω;

Η απάντηση ήρθε εκκωφαντική… Η στολή ήταν υπέροχη! Όλοι εντυπωσιάστηκαν. Ήταν από τις καλύτερες του σχολείου. «Πήρα το καλύτερο σατέν και την καλύτερη δαντέλα, αθάνατη θα είναι αυτή η Σπανιόλα… θα τη φορέσουν και τα παιδιά σου!» έλεγε η μαμά, γεμάτη περηφάνια.

Δεν κατάλαβα αμέσως τι εννοούσε. Το συνειδητοποίησα την επόμενη χρονιά, όταν ξαναφόρεσα την ίδια στολή. Για ποικιλία, η μαμά μου τύλιξε τα μαλλιά σε ρόλεϊ για να μου τα κάνει μπούκλες. «Να φαίνεσαι λίγο διαφορετική από πέρυσι», είπε. Και αυτό το βράδυ δεν κοιμήθηκα, όχι από αγωνία, αλλά από τα ρόλεϊ που ενοχλούσαν το παιδικό μου κεφάλι.

Την τρίτη χρονιά ξανά η ίδια στολή. Την τέταρτη επίσης. Μέχρι και την Τετάρτη Δημοτικού τίποτα δεν άλλαξε. Το κορσάζ που είχε προβαριστεί με το χοντρό πουλόβερ έκανε τη δουλειά του. Έβγαλα το πουλόβερ σε αυτήν την τάξη και μου ταίριαξε μια χαρά. Στην Πέμπτη τάξη, η μαμά έκανε την απόλυτη παρέμβαση…άλλαξε το κορσάζ και πρόσθεσε κι ένα βολάν στο στρίφωμα, μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα.  Είχα πάρει απότομα ύψος. Ούτε ένα βολάν, ούτε δύο... ενάμισι είχα ψηλώσει σε έναν χρόνο…

Έτσι, με τη Σπανιόλα της μοίρας μου, έβγαλα όλο το Δημοτικό. Δεν ξέρω αν όλο αυτό μου άφησε κάποιο ψυχολογικό τραύμα. Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν θέλω να ξαναδώ αυτή τη στολή μπροστά μου.

Προχθές, βρέθηκα σε ένα μαγαζί να αγοράζω αποκριάτικη στολή για την κόρη μου. Εκεί συνάντησα μια παλιά μου συμμαθήτρια. «Θυμάσαι τις Απόκριες στο σχολείο;» μου είπε. «Πόσο σε ζήλευα! Εσύ είχες πάντα την πιο όμορφη στολή!».

Αν ήξερες, κορίτσι μου, αν ήξερες…


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια